- περιοδίζοι
- περιοδίζοῑ , περιοδίζωto be periodicalpres opt act 3rd sgπερϊοδίζοῑ , περιοδίζωto be periodicalpres opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.